-
1 πύκνωμα
πύκνωμα, τό, das, was dicht oder fest macht, das Dichtumgebende, die Kleidung; πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα, Aesch. Suppl. 232; – τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶν ἀποψιλῶν, Alciphr. 3, 65; σαρισσῶν, Plut. Aem. P. 20; der Schlachtordnung, Pelop. 9. – In der Musik = τὸ πυκνόν, Plat. Rep. VII, 531 a.
См. также в других словарях:
πύκνωμα — το, ΝΑ [πυκνῶ] 1. το να είναι κάτι πυκνό, δηλ. δασύ ή άφθονο («τὸ πύκνωμα τῶν τριχῶν ἀποψιλῶν», Αλκίφρ.) 2. συμπύκνωση, σύμπτυξη αρχ. 1. πυκνό ύφασμα, πίλημα 2. συμπίεση, σύνθλιψη 3. στον πληθ. τὰ πυκνώματα μουσ. συμπυκνωμένοι ή πολλαπλοί ή… … Dictionary of Greek